ὀφειλόμενος

ὀφειλόμενος
ὀφείλω
-IG
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαρροϊκός — ή, ό 1. σχετικός με διάρροια ή οφειλόμενος σε διάρροια («διαρροϊκά κόπρανα») 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από διάρροια …   Dictionary of Greek

  • οφειλομένως — ὀφειλομένως (ΑΜ) επίρρ. όπως ορίζει το χρέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ὀφειλόμενος τού ὀφείλω] …   Dictionary of Greek

  • παλιρροϊκός — και παλιρροιακός, ή, ό [παλίρροια] 1. ο σχετικός με την παλίρροια ή ο οφειλόμενος στην παλίρροια 2. φρ. α) «παλιρροϊκό κύμα» ή «παλιρροιακό κύμα» καθεμιά επιμέρους περιοδική συνιστώσα που προστίθεται στην άλλη ώστε όλες μαζί να αποτελέσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • σεισμόταξη — η, Ν βιολ. τακτισμός οφειλόμενος σε απόκριση στις μηχανικές δονήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. seismotaxis (< σεισμός + τάξις)] …   Dictionary of Greek

  • τραυματικός — ή, ό / τραυματικός, ή, όν, ΝΜΑ [τραῦμα, τραύματος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τραύμα νεοελλ. 1. αυτός που προέρχεται ή οφείλεται σε τραύμα («τραυματικός πυρετός» πυρετός οφειλόμενος στην απορρόφηση προϊόντων αποδομής από μια τραυματική… …   Dictionary of Greek

  • Τερμπρίγκεν, Χέντρικ — (Terbruggen, Ντέβεντερ 1588 – Ουτρέχτη 1629). Ολλανδός ζωγράφος. Μαθητής του Άμπραμ Μπλέμετρ έζησε από το 1604 έως το 1614 στη Ρώμη και μετά, μέχρι τον θάνατό του, στην Ουτρέχτη. Καλλιτέχνης από τους μεγαλύτερους Ολλανδούς, που εργάστηκαν τις… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՐՏ — (ոյ, ՊԱՐՏՔ, տուց.) NBH 2 0641 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. ՊԱՐՏ ՊԱՐՏՔ. χρέος, ὁφείλημα , ὁφειλή, τὸ ὁφειλομένον debitum. Որպէս լծ. ընդ թ. պօրճ. որ եւ պարտիք. Ինչ մի իրավամբք հատուցանելի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊԱՐՏԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0642 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 10c, 11c ա. ὁφειλέτης debitor. եւ բայիւ ὁφείλω debeo. Անկեալ ընդ պարտեօք, որպէս պարտապան. ... *Պարտական (կամ պարտապան) իսկ են նոցա: Պարտական է զամենայն օրէնսն կատարել. Հռ. ՟Ծ՟Է …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”